- πολύφορβος
- -ον, και πολύφορβος, -η, -ον, Α1. (για τη γη ή για τη θεά Δήμητρα) αυτός που έχει πολλή τροφή2. αυτός που δίνει τροφή σε πολλούς, πολυτρόφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -φορβος (< φορβή «τροφή»), πρβλ. μονό-φορβος].
Dictionary of Greek. 2013.